- ἀσμενισμός
- ἀσμεν-ισμός, ὁ,A gratification, Ph.1.450; a form of ἡδονή, Stoic.3.97.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ασμενισμός — ἀσμενισμός, ο (Α) [ασμενίζω] η ευχαρίστηση … Dictionary of Greek
ἀσμενισμός — gratification masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσμενισμοί — ἀσμενισμός gratification masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσμενισμῷ — ἀσμενισμός gratification masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)